ορχιδόν
Greek Monolingual
ὀρχιδόν ή ὀρχηδόν (Α)
επίρρ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡβηδόν»
2. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή, κατ' άλλη ερμ., με την προϋπόθεση ότι είναι έφηβοι («ἔμελλον λέξεσθαι ὀρχηδὸν ἕκαστος δέκα δραχμάς», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀρχιδόν / ὀρχηδόν πρέπει να συνδεθεί με τη λ. ὄρχις και όχι με το ὄρχος «σειρά δένδρων, κήπος». Ο Ησύχ. παραδίδει τον τ. ὀρχιδόν με -ι-, ενώ στις επιγραφές απαντούν και οι δύο τύποι. Η γλώσσα του Ησύχ. αναφέρεται σε ένα χωρίο του Ηροδ., όπου γίνεται λόγος για τη διανομή σε κάθε Αθηναίο 10 δραχμών από τα ορυχεία του Λαυρίου. Κατά μία άποψη, με βάση το ερμήνευμα του Ησύχ. ἡβηδόν, αποδίδεται στο επίρρ. ὀρχιδόν η σημ. «με την προϋπόθεση ότι ήταν έφηβοι»].