παράμετρος
Greek Monolingual
η
1. ποσότητα-μέτρο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση άλλων ποσοτήτων
2. μαθημ. μεταβλητή της οποίας το πεδίο δυνατών τιμών προσδιορίζει ένα σύνολο διακριτών περιπτώσεων σε ένα πρόβλημα
3. (ορυκτ.) η απόσταση από το κέντρο του κρυστάλλου κατά την οποία η έδρα του τέμνει τους κρυσταλλογραφικούς άξονες
4. (στατ.) μέγεθος που επιδέχεται μέτρηση και επιτρέπει να παριστάνονται με τον απλούστερο τρόπο τα κύρια χαρακτηριστικά ενός στατιστικού συνόλου
5. μτφ. θέμα δευτερεύουσας σημασίας που προκύπτει από το βασικό θέμα («είναι πολλές οι παράμετροι του προβλήματος»)
6. φρ. α) «παράμετρος διασποράς» μαθημ. παράμετρος που παρέχει μια γενική ένδειξη του τρόπου συγκέντρωσης τών τιμών μιας μεταβλητής γύρω από μια κεντρική τιμή
β) «παράμετρος θέσης»
μαθημ. παράμετρος που καθορίζει την τάξη μεγέθους του συνόλου τών μετρήσεων της κατανομής
γ) «νόμος παραμέτρων και σύμμετρων δεικτών»
(ορυκτ.) οι ασύμμετροι ή σύμμετροι αριθμοί οι οποίοι αποτελούν πηλίκο της μετρήσεως τών μεγεθών τών παραμέτρων με τα οποία καθορίζεται η θέση τών εδρών ενός κρυστάλλου ως προς τους κρυσταλλογραφικούς άξονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μέτρο. Η λ. με τη μαθηματική σημ. της είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. parametre, και μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].