παρασκήνιο
Greek Monolingual
το / παρασκήνιον, ΝΑ
θεατρ. ο δίπλα από τη σκηνή του θεάτρου χώρος
νεοελλ.
1. καθένα από τα ορθογώνια πλαίσια πάνω στα οποία εκτείνονται τα σκηνογραφήματα, δεξιά και αριστερά της σκηνής και τα οποία κρύβουν από τους θεατές το εσωτερικό της, αλλ. κουίντα
2. στον πληθ. τα παρασκήνια
α) ο χώρος πίσω και πλάγια της σκηνής του θεάτρου, τον οποίο δεν βλέπουν οι θεατές και από τον οποίο βγαίνουν οι ηθοποιοί για να εισέλθουν στην σκηνή
β) μτφ. οτιδήποτε συμβαίνει στα κρυφά, μυστικά, ενέργειες που σκόπιμα κρατούνται μακριά από την δημοσιότητα («πολιτικά παρασκήνια»)
3. ναυτ. μακρύ ορθογώνιο ύφασμα που κρεμιέται από τους σκηνούχους για την προστασία από τον ήλιο, κν. μπερντές
αρχ.
1. καθεμιά από τις πλευρικές πτέρυγες της σκηνής του θεάτρου
2. η περίπτωση στο θέατρο κατά την οποία κάποιος από τον χορό αντικαθιστούσε τον τέταρτο ηθοποιό απαγγέλλοντας τραγουδιστά
3. στον πληθ. οι είσοδοι που οδηγούν από τα πλάγια στην σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σκηνή + κατάλ. -ιο(ν) (πρβλ. προ-σκήνιον)].