περισσαίνω
English (LSJ)
(περισσός)
A feel repletion or oppression, Ruf.(?)ap. Orib.inc.6.25, Orib.Syn.5.1, Paul.Aeg.1.1. II v. περισαίνω.
German (Pape)
[Seite 592] = περισαίνω, poet., Od.
Greek (Liddell-Scott)
περισσαίνω: ἴδε περισαίνω.
French (Bailly abrégé)
caresser de la queue comme les chiens.
Étymologie: poét. p. *περι-σαίνω.
English (Autenrieth)
see περισαίνω, περισείω. ;;: wag the tail about one, fawn upon; τινά (οὐρῇσιν), ‘with their tails,’ i. e. wagging them, Od. 10.215. (Od.)
Greek Monolingual
ΜΑ περισσός
μσν.
αισθάνομαι πλήρωση, πλησμονή ή πίεση
αρχ.
βλ. περισαίνω.