περίσφιγξη
Greek Monolingual
η / περίσφιγξις, -εως, ΝΑ περισφίγγω
1. σφίξιμο, δέσιμο από παντού, ολόγυρα
2. σφιχτό δέσιμο, σύσφιγξη
νεοελλ.
1. βιολ. χαρακτηριστικό σημείο που διακρίνεται πάνω στα χρωμοσώματα, όταν βρίσκονται στην πρόφαση της μίτωσης και είναι χρωματισμένα με μια βασική χρωστική
2. μτφ. περικύκλωση, στενή πολιορκία
3. φρ. «περίσφιγξη κήλης»
ιατρ. η περίσφιγξη του σάκου μιας κήλης με το περιεχόμενό του από την περιφέρεια του κηλικού στομίου, με τα χαρακτηριστικά οξέα συμπτώματα που τήν ακολουθούν.