πεταχτός

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται με πέταγμα, με ρίψη
2. ζωηρός, ευκίνητος
3. το θηλ. ως ουσ. η πεταχτή
η πεταχτάρα
4. το ουδ. ως ουσ. το πεταχτό
το πρώτο χοντρό κονίαμα πάνω σε κατασκευαζόμενο τοίχο
3. φρ. «στα πεταχτά»
α) βιαστικά, γρήγορα («έγραψα στα πεταχτά»)
β) (για κυνηγό) με σκόπευση του πουλιού καθώς αυτό πετάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του αορ. του πετώ + κατάλ. -τος (πρβλ. πηδηχ-τός)].