πηγαίος

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο / πηγαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
(για νερό) αυτός που ρέει ή αντλείται από πηγή (α. «πηγαῑα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῑον ἄχθος» — αγγείο γεμάτο νερό από πηγή, Ευρ.
γ. «πηγαῑον ῥέος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από πηγή, αυθόρμητος, αβίαστος, γνήσιος (α. «πηγαίο ταλέντο» β. «πηγαία καλοσύνη»)
μσν.-αρχ.
εκείνος που ανήκει στην πρώτη πηγή, που προέρχεται από τον θεό
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηγαῑον (κατά τον Ησύχ.) «αρδάνιον»
2. φρ. «πηγαῑαι Κόραι» — οι Νύμφες (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αίος)].