αβίαστος
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀβίαστος, -ον) βιάζω
1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή που δεν είναι δυνατόν να υποστεί εξαναγκασμό, βία
2. εκούσιος, θεληματικός
3. απροσποίητος, φυσικός
νεοελλ.
(για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει υποστεί βιασμό.