πλοηγός
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ναυτ. πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού ο οποίος έχει διοριστεί, μετά από εξετάσεις, σε ένα λιμάνι για να εκτελεί την πλοήγηση τών πλοίων στο λιμάνι αυτό
2. βοηθητικό σύγγραμμα για τους ναυτιλλομένους, το οποίο ανανεώνεται περιοδικά, ενώ με τον ίδιο ή με παρεμφερή τίτλο εκδίδουν όλες οι ναυτικές χώρες βοηθήματα καθοδήγησης τών ναυτιλλομένων, τα οποία περιέχουν υπεύθυνα στοιχεία για την κατάσταση τών παραλίων και τών λιμένων, τις επικρατούσες συνθήκες θαλάσσιων ρευμάτων, ανέμων, κ.α. στοιχεία
3. φρ. «αυτόματος πλοηγός» — συσκευή, γενικώς γυροσκοπική, που επιτρέπει την οδήγηση με εναλλαγή της κατεύθυνσης του σκάφους χωρίς την παρέμβαση ανθρώπου, κν. αυτόματος πιλότος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλόος/πλοῦς + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ-ηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].