πολυγνώμων

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A very sagacious, Pl.Phdr.275a, D.C.76.16 (v.l. πολῠ-γνωμος); sententious, Philostr.VS1.16.4. Adv. -μόνως Poll.4.23.

German (Pape)

[Seite 661] von vieler Einsicht, sehr klug, Plat. Phaedr. 275 a.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγνώμων: -ον, πολὺ εὐφυής, περίνους, συνετός, Πλάτ. Φαῖδρ. 275Α, Δίων Κ. 76. 10· ὁ πλήρης γνωμικῶν, Φιλόστρ. 502. Ἐπίρρ. -μόνως, συνετῶς, Πολυδ. Β΄, 23.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 très prudent, très sage;
2 très sententieux.
Étymologie: πολύς, γνώμη.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ γνωστικός, πολύ συνετόςπολυγνώμων μᾱλλον ἢ πολύλογος ἦν», Δίων Κάσσ.)
2. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά, ο αποφθεγματικόςδογματίας καὶ πολυγνώμων», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γνώμων (< θ. γνω- του γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων, ολιγο-γνώμων.