πρήζω
Greek Monolingual
Ν
1. κάνω κάτι να φουσκώσει, διογκώνω, φουσκώνω («τον κλότσησε και του 'πρηξε το πόδι»)
2. παθ. πρήζομαι
παθαίνω οίδημα («μού πρήστηκε ο κάλος από το πολύ περπάτημα»)
3. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω (α. «μ' έπρηξε ώσπου να πει το ναι» β. «μού 'πρηξε το συκώτι ώσπου να αποφασίσει»)
4. φρ. «να πρηστείς και να σκάσεις» — λέγεται ως κατάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἔπρησα, αόρ. του πρήθω, πίμπρημι, κατά τους ενεστ. σε -ζω σχηματισμένους από αόρ. σε -ξα (πρβλ. κρά-ζω: έκρα-ξα, πή-ζω: έ-πη-ξα). Για τη σημ. του ρ. βλ. λ. πίμπρημι.