προεξοφλώ
Greek Monolingual
-έω, Ν
1. εξοφλώ χρέος πριν από τη λήξη της προθεσμίας
2. ενεργώ προεξόφληση τίτλων
3. εισπράττω μη δεδουλευμένο μισθό ή σύνταξη, προτού το δικαίωμα γίνει απαιτητό
4. εκφράζω άποψη για κάτι χωρίς να γνωρίζω την έκβασή του, προδικάζω την εξέλιξη κάποιου πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 185β στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].