ῥάδαμνος

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

German (Pape)

[Seite 830] ὁ, junger Zweig, Trieb, Schoß, Reiß, Gerte, Sp., wie Nic. Ther. 92; LXX. u. VLL., Suid. erkl. ὁ τοῖς φύλλοις κομῶν ἀκρέμων τοῦ δένδρου καὶ σκιὰν ἐκτελῶν.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάδαμνος: ὁ, ἴδε ὀρόδαμνος. - Καθ’ Ἡσύχ.: ῥάδαμνος· βλαστὸς ἁπαλός, κλάδος, ἄνθος, ὅρπαξ καὶ τὰ τοιαῦτα».

Greek Monolingual

και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α
απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ-αμνος / ῥόδ-αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό /ο και επίθημα -(α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, -ῖκος (πρβλ. λατ. radix «ρίζα» και ραδίκι) με μακρό φωνηεντισμό και επίθημα -ιξ, -ικος (πρβλ. σπάδ-ιξ, σκάνδ-ιξ) ανάγονται στην ΙΕ ρίζα wrā-d- / wrә2-d- «βλαστός, βέργα, ρίζα». Στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθανότατα και η λ. ῥίζα. Η άποψη, τέλος, ότι οι τ. είναι μεσογειακής προέλευσης δεν φαίνεται πιθανή].