ρέγχω

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ
ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῡ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ
β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥέγκω / ῥέγχω όπως και οι υπόλοιποι τ. που συνδέονται με αυτό είναι εκφραστικοί όροι, προϊόντα ονοματοποιίας, και εμφανίζουν ποικιλία μορφών (πρβλ. ῥογχάζω, ῥόγχος, ῥωγμός, ῥογμός, ῥώχω). Η δασεία τών τύπων προέρχεται από αρκτικό s- ή F-. Κατά μια άποψη, οι τ. αυτοί μπορούν να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα srenk-/ srungh- «ροχαλίζω» και να συνδεθούν με τ. της Κελτικής (πρβλ. αρχ. ιρλ. srennim «ροχαλίζω», μεσ. ιρλ. srēimm «ροχαλητό») και πιθ. και με τη λ. ῥύγχος].