το, Ν
1. το ρεύμα, η κοίτη χειμάρρου
2. χαράδρα, ρεματιά
3. φρ. α) «τον πήρε το ρέμα» — καταστράφηκε οικονομικά ή ηθικά
β) «εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα» — υπάρχει αδιέξοδο και οι δύο επιλογές είναι δυσάρεστες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεῦμα (πρβλ. πνέμα: πνεύμα)].