ρόγα

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / ῥόγα, ΝΜ
(στο Βυζ.) α) το βασιλικό ταμείο
β) τα φιλοδωρήματα του αυτοκράτορα προς τους πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες, τους κρατικούς υπαλλήλους και τον λαό
γ) ο στρατιωτικός μισθός τών ρογατόρων, δηλ. τών μισθοφόρων στρατιωτών
δ) τα διανεμόμενα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη δώρα
νεοελλ.
1. συμφωνημένος μισθός υπηρέτη
2. μισθός, αμοιβή
3. η ρώγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. erogatio «διανομή» (< erogo «απονέμω, δίνω, παρέχω»)].