το, Ν1. εργαλείο με το οποίο τυλίγεται το νήμα της ανέμης στα μασούρια2. φρ. «η γλώσσα της πάει ροδάνι» — είναι πάρα πολύ φλύαρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδάνη «στριμμένη κλωστή, υφάδι», με αλλαγή γένους, κατά τα καλάμι, μασούρι].