ρυτίδα
Greek Monolingual
η / ῥυτίς, -ίδος, ΝΑ, και αιολ. τ. βρυτίς, Α
πτύχωση, ζαρωματιά που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια και, ιδίως, στο δέρμα ως αποτέλεσμα της γήρανσης (α. «φάνηκαν οι πρώτες ρυτίδες στο πρόσωπό της» β. «ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ιατρ. δερματική πτυχή του προσώπου, που προέρχεται από γεροντική εκφύλιση του χορίου του δέρματος με αλλοίωση του ελαστικού, ιδίως, ιστού και που η εμφάνισή της ευνοείται από την έκθεση στην κακοκαιρία και από την κακή υγιεινή του δέρματος
αρχ.
1. πτυχή, δίπλωση φορέματος
2. μτφ. στίγμα, όνειδος, κηλίδα («ἵνα παραστήσῃ... τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ῥυσός σχηματισμένος πιθ. < επίθ. ῥυτός «τραβηγμένος» (βλ. λ. ρυτός) με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πηκτ-ίς)].