σαγή

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ἡ, a man's

   A pack, baggage, αὐτόφορτος οἰκεία σαγῇ, i.e. carrying his own baggage, etc., A.Ch.675; scrip, wallet, knapsack, Ion Trag.7: then, generally, harness, furniture, equipment, παντελῆ σαγὴν ἔχων A.Ch.560, cf. E.Rh.207; τοξήρης σ. Id.HF188; esp. armour, harness, S.Fr.1092 (prob.), cf. Ar.Fr.848, Men.1061, LXX 2 Ma.3.25; also in pl., φεράσπιδες σαγαί A.Pers.240 (troch.), cf. Th. 125 (lyr.), 391.    II later,= σάγμα 11, pack-saddle, PGoodsp.Cair.30 xxxviii 16 (ii A.D.), Babr.7.12, Poll.1.185, 10.54; καμήλου J.AJ1.19.10; also the padding of a saddle, Str.15.1.20. (From σάττω: hence πανσαγία or πασσαγία.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.309.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
το σύνολο τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για ίππευση, για ζεύξη ή για φόρτωση
αρχ.
1. το φορτίο τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ» — μεταφέροντας ο ίδιος τις αποσκευές του, Αισχύλ.)
2. οδοιπορικός σάκος, δισάκι
3. σκεύη, έπιπλα
4. οπλισμός («καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος», ΠΔ)
5. σάγμα, σαμάρι
6. καθετί που γεμίζει το σάγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σαγ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. -ή (πρβλ. ταγ-ή)].