σπινθηροβολώ

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

σπινθηροβολῶ, -έω, ΝΜΑ
1. εκπέμπω σπινθήρες, σπιθοβολώ
2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, φεγγοβολώ, ακτινοβολώ
νεοελλ.
μτφ. παρέχω δείγματα υψηλής ευφυΐας και ανώτερης πνευματικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. ῥιζο-βολῶ].