σταλίζω

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν στάλος / σταλός]]
1. (μτβ.) οδηγώ το κοπάδι σε σκιερό μέρος το μεσημέρι για ανάπαυση
2. (αμτβ.) (για ζώα) αναπαύομαι, σταλιάζω
3. συνεκδ. μτφ. παραμένω κάπου.