στέμφυλο
Greek Monolingual
το / στέμφυλον, ΝΑ, και στράφυλο και στροφύλι, και ως θηλ. και οτροφυλιά, η, Ν
η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών σταφυλιών, το τσίπουρο
αρχ.
1. η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών ελιών
2. στον πληθ. τὰ στέμφυλα
σκωρία μετάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο θ. του στέμβω «σείω, τινάζω», από όπου «προσκρούω, συνθλίβω», εμφανίζει όμως δασύ σύμφωνο -φ- αντί του μέσου ηχηρού -β- του στέμβω (πρβλ. θρόμβος: τρέφω)
βλ. και λ. στέμβω. Ο τ. στέμφυλον, μαζί με ένα αμάρτυρο σιγμόληκτο ουδ. στέμφος (πρβλ. ἀστεμφής), μπορεί να ενταχθεί στο μορφολογικό σύστημα του νόμου του Caland (πρβλ. αἶσχος: Αἰσχύλος). Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιούνται οι διαλ. τ. στράφυλο, στροφύλι και στροφυλιά].