συναγορεύω

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

(the fut. in use being συνερῶ (v. συνερέω), aor. συνεῖπον (q.v.), pf. συνείρηκα):—

   A advocate a course of action jointly with, ὁ Εὐρυμέδων αὐτῷ ταῦτα ξ. Th.7.49, cf. 6.6, 8.84, Lys.12.25, X.Cyr.2.2.21, 2.3.16, Plu.Fab.18, etc.: c. inf., σ. στρατιὰν ποιεῖν X.HG5.2.20; folld. by ὡς Χρεὼν εἴη . ., Id.Cyr.6.2.24:—Pass., τὸ συναγορευόμενον the course advocated, Plu.2.841f; ἡ συναγορευομένη is dub.l. in PStrassb.41.23 (iii A.D.).    2 c. dat. rei, Ῥοδίων σ. τῇ σωτηρίᾳ D.15.15; σ. νόμῳ Arist.Rh.Al.1424b16; τῇ συμμαχίᾳ ib.35; ταῖς ἐπιθυμίαις Isoc.5.3; σ. τοῖς λεγομένοις agree or assent to, Id.4.139; τοῖς κακῶς εἰρημένοις Gal.16.516, cf. 589, al.

German (Pape)

[Seite 996] mit Einem sprechen, mit für Etwas sprechen, übereinstimmen, es billigen; Thuc. 7, 49 u. öfter; Xen. Cyr. 2, 2, 20 u. öfter, τοῖς ὑπ' ἐμοῦ λεγομένοις,, Isocr. 4, 139, ταῖς ἐπιθυμίαις ἡμῶν, 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγορεύω: (ὁ ἐν χρήσει μέλλων εἷναι συνερῶ, ἀόρ. συνεῖπον, πρκμ. συνείρηκα). Ἀπὸ κοινοῦ ἀγορεύω, συνηγορῶ, μετά τινος περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος, ξ. τί τινι Θουκ. 7. 49· τι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21, Πλούτ., κλπ.· μετ’ ἀπαρ., σ. ποιεῖν τι Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· ἐπιφερομένης προτάσεως διὰ τοῦ ὡς, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 2, 24. 2) ἀπὸ κοινοῦ συμβουλεύω, τινί, ἀντίθετ. τῷ ἀντιλέγω, Λυσί. 122. 23. 3) σ. τινί, ὁμιλῶ μετά τινος ἢ ὑπέρ τινος ἐπὶ προσώπου, ὑποστηρίζω, ὑπερασπίζω τινά, Θουκ. 6. 6., 8. 84, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 16, κτλ. ― Παθ., βάλλω τινὰ νὰ συνηγορήσῃ ὑπὲρ ἐμοῦ, Πλούτ. 2. 841Ε. 4) μετὰ δοτ. πράγμ., σ. τινὸς σωτηρία Δημ. 194. 22· σ. νόμῳ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 3. 20· τῇ συμμαχίᾳ αὐτόθι 24· ταῖς ἐπιθυμίαις Ἰσοκρ. 82C· σ. τοῖς λεγομένοις, συναινεῖν ἢ συμφωνεῖν τοῖς λεγομένοις, ὁ αὐτ. 69Β.

French (Bailly abrégé)

f. συναγορεύσω, ao.2 συνεῖπον, pf. συνείρηκα;
parler d’accord avec :
1 soutenir l’opinion de, parler en faveur de : τινι de qqn ou de qch ; τι pour qch ; τινί τι soutenir une opinion avec qqn ; avec un inf. ou avec ὡς : soutenir l’avis que ou de;
2 prendre la défense de ; Pass. être défendu ou soutenu par qqn;
3 aider à dire, tomber d’accord, attester.
Étymologie: σύν, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

Α
1. αγορεύω από κοινού με κάποιον
2. συμβουλεύω να γίνει κάτι
3. συμφωνώ να γίνει κάτι («ἐκ τούτου πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῑν», Ξεν.)
4. υπερασπίζω, υποστηρίζω («συναγορεύειν τῇ συμμαχίᾳ», Αριστοτ.)
5. συμφωνώ («συναγορεύειν τοῑς κακῶς εἰρημένοις», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀγορεύω «μιλώ, εκφωνώ λόγο»].