υέτιος

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑέτιος, -ία, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ὑετίη Α ὑετός
αυτός που φέρνει βροχή ή αυτός που συνοδεύεται από βροχή, βροχερός
αρχ.
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από βροχή
2. το αρσ. ως ουσ. ὑέτιος
ονομασία λίθου
3. φρ. «Ζεὺς ὑέτιος» — προσωνυμία του Διός ως του θεού που στέλνει στους ανθρώπους τον υετό.