υέτιος

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑέτιος, -ία, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ὑετίη Α ὑετός
αυτός που φέρνει βροχή ή αυτός που συνοδεύεται από βροχή, βροχερός
αρχ.
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από βροχή
2. το αρσ. ως ουσ.ὑέτιος
ονομασία λίθου
3. φρ. «Ζεὺς ὑέτιος» — προσωνυμία του Διός ως του θεού που στέλνει στους ανθρώπους τον υετό.