φελλόδρυς

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ῠος, ἡ,

   A holm-oak, Quercus Ilex var. agrifolia, Thphr. HP1.9.3, 3.3.3, 3.16.3.

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, eine Eichenart, die Korkeiche, soll arkadisch sein, dorisch ἀρία, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

φελλόδρῡς: -ῠος, ἡ, Ἀρκαδικόν τι ἀειθαλὲς δένδρον σκληρότερον τοῦ πρίνου, τὸ Δωρ. ἀρία. (νῦν ἐν Χαλκιδικῇ τῆς Μακεδονίας τὸ «ἄρ~ιο», Μ.) Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3., 3. 3, 3., 3. 16, 3.

Greek Monolingual

-υος, η, ΝΑ
κοινή, σήμερα, ονομασία είδους δρυός του οποίου η σύγχρονη επιστημονική ονομασία είναι Quercus suber, αλλ. φελλόδενδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + δρῦς.