σύρρηξις

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A internal rupture (into another part) of abscess, Heliod. ap. Orib.44.9.1, Archig. ap. Aët.8.73, Ruf. ap. eund.11.18, Aret.CD1.13.    2 clashing together, Plot.4.5.5 (nisi σύρραξιν legend.).

Greek (Liddell-Scott)

σύρρηξις: ἡ, τὸ συρρήγνυσθαι ἢ ἐκρήγνυσθαι, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 13. 2) διάρρηξις, ἥπατος Θεόφιλ. Νόνν. τ. 2, σ. 86.

Greek Monolingual

-ήξεως, ἡ, ΜΑ συρρήγνυμι
μσν.
ρήξη, διάρρηξησύρρηξις ἥπατος», Θεοφάν.)
αρχ.
1. (για απόστημα) σπάσιμο σε κάποιο άλλο μέρος
2. σύρραξη, σύγκρουση.