φυλλάδα
Greek Monolingual
η, Ν
1. βιβλίο λαϊκού περιεχομένου (α. «Φυλλάδα του γαϊδάρου» β. «Φυλλάδα του Ναστραντίν Χότζα»)
2. εφημερίδα, περιοδικό ή άλλη έκδοση με φτηνό, πρόχειρο και κακό περιεχόμενο
3. μικρό τεύχος με την ακολουθία νεώτερου αγίου, η οποία δεν έχει περιληφθεί στα Μηναία
4. βοτ. άλλη κοινή ονομασία του φυτού πικροδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φυλλάς, -άδος. Κατά μία άποψη, η λ. δήλωνε αρχικά το κλαδί της ροδοδάφνης πάνω στο οποίο τύλιγαν οι μαθητές το χαρτί όπου είχαν γραμμένο το αλφάβητο και στη συνέχεια, κατ' επέκταση, έλαβε τις σημ. με τις οποίες χρησιμοποιείται σήμερα].