υπερφαλαγγίζω

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
1. επεκτείνω το μέτωπο της παράταξής μου ώστε να κυκλώσω τα άκρα της εχθρικής παράταξης
2. περικυκλώνω
3. μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του υπερφαλαγγώ, κατά τα ρ. σε -ίζω].