τένις

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
(αθλητ.) ξενικός όρος για την αντισφαίριση, άθλημα για δύο ή τέσσερεις αθλητές το οποίο παίζεται με ρακέτες και μικρή μπάλα σε γήπεδο που χωρίζεται με δίχτυ σε δύο ίσα μέρη και κατά τη διεξαγωγή του οποίου η μπάλα πρέπει να περνά πάνω από το δίχτυ στην αντίπαλη περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tennis < μέσο αγγλ. tenys, πιθ. < αρχ. γαλλ. tenetz < ρ. tenir «κρατώ»].