υπόψυχρος

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόψυχρος, -ον, ΝΜΑ
κάπως ψυχρός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί ρίγος, παγερός
2. μτφ. α) ανούσιος, μονότονος, κρύος («κωμικοὶ ὑπόψυχροι», λεξ. Σούδα)
β) παράλογος, ανόητος, γελοίοςζήτημα ὑπόψυχρον», Ερμογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψυχρός.