ὑπόψυχρος
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ὑπόψυχρον,
A somewhat cold, coolish, Hp.Epid.1.18, Gal.6.655.
2 chilling, Hp.Acut.62.
3 metaph., ὑ. τὰς φύσεις Ptol. Tetr.56.
4 rather lacking in humour, flat, κωμικοί Suid. s.v. Λύκις; προοίμιον Anon. in Tht.3.30; rather absurd, ζήτημα ὑ. Hermog. Stat.12; ὑ. τὸ λέγειν ὡς.. A.D.Pron.83.22; σύμπτωσις φωνηέντων ὑπόψυχρος Phld.Rh.1.163 S.
German (Pape)
[Seite 1241] ein wenig kalt, kühl, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόψυχρος: -ον, ὀλίγον ψυχρός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 954. 2) ψυχρός, ἐπιφέρων ῥῖγος, παγερός, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394. 3) μεταφορ., οἱ τὴν ἕξιν ὑπ. Φιλοστρ. Γυμν. σ. 4. Kayser· κωμικοὶ ὑπόψυχροι, Σουΐδ. ἐν λ. Λύκις.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόψυχρος, -ον, ΝΜΑ
κάπως ψυχρός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί ρίγος, παγερός
2. μτφ. α) ανούσιος, μονότονος, κρύος («κωμικοὶ ὑπόψυχροι», λεξ. Σούδα)
β) παράλογος, ανόητος, γελοίος («ζήτημα ὑπόψυχρον», Ερμογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψυχρός.