υπόθαλψη
Greek Monolingual
η, Ν
1. παροχή βοήθειας ή κρησφύγετου σε δράση εγκλήματος, κρυφή συντήρηση ατόμου που διώκεται ποινικά
2. μτφ. έντεχνη και κρυφή διατήρηση, διέγερση ή έξαψη πάθους
3. φρ. «υπόθαλψη εγκληματία»
(ποιν. δίκ.) συνειδητή και εκούσια ματαίωση της δίωξης προσώπου που διέπραξε κακούργημα ή πλημμέλημα ή συνειδητή και εκούσια ματαίωση εκτέλεσης της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας που του έχει επιβληθεί..
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποθάλπω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπόθαλψις, μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη].