χλευάζω

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

(χλεύη)

   A jest, scoff, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χ. Ar.Ra. 376 (lyr.); τοῖς καταγελῶσι καὶ χ. καὶ σκώπτουσι Arist.Rh.1379a29, cf. Plb.4.3.13, Cerc.18 ii 5, Phld.Lib.p.29 O., etc.    2 c. acc., scoff, jeer at, treat scornfully, τινα Pl.Erx.397d, D.7.7, 19.23, 47.34, D.C.Fr.109.16; ἐμαυτὴν . . λέληθα χλευάζουσ' Men.Epit.215; c. acc. rei, Plu.Rom.10, etc.:—Med., Id.Brut.45:—Pass., Epicr.11.31 (anap.), Arist.Pr.952b22, Plu.Sert.13, 25, 2.504f.

German (Pape)

[Seite 1358] scherzen, spotten, Ar. Ran. 376; schimpfen, Dem. 19, 23; καὶ σκώπτειν Arist. rhet. 2, 2; – trans., verspotten, spöttisch, höhnisch, übermüthig behandeln, κατεγέλα καὶ ἐχλεύαζε Plat. Eryx. 397 d; Dem. 7, 7; τοὺς μὲν διέσυρε χλευάζων Pol. 4, 3,13; τινός, Plut. Rom. 10; N. T. u. a. Sp.; auch med., τοὺς χλευασομένους καὶ κακῶς ἐροῦντας αὐτόν Plut. Brut. 45.

Greek (Liddell-Scott)

χλευάζω: μέλλ. -άσω, (χλεύη) χλεύην ποιοῦμαι, περιγελῶ μετὰ χλεύης, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 376· τοῖς καταγελῶσι καὶ χλ. καὶ σκώπτουσι Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 12, πρβλ. Πλάτ. Ἐρυξ. 397D, Δημ. 348. 14, Πολύβ., κλπ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Πλουτ. Βροῦτ. 45., 2. 504F. 2) μετ’ αἰτ., ἐμπαίζω, περιγελῶ, καταγελῶ, μεταχειρίζομαι ὑβριστικῶς ἢ περιφρονητικῶς, τινὰ Δημ. 78. 12., 348. 14., 1149. 19, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., Πλουτ. Ρωμ. 10, κλπ. - Παθ., χλευάζομαι, ἐμπαίζομαι, καταγελῶμαι μετὰ χλεύης, ὠργίσθησαν χλευάζεσθαί τ’ ἐβόησαν Ἐπικράτης ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν Ἀδήλ. 1. 31. Ἀριστ. Προβλ. 29. 14, 10, Πλουτ. Σερτ. 13, 25.

French (Bailly abrégé)

railler, se moquer : τινά, railler qqn, tourner qqn en dérision ; τι, se moquer de qch;
Moy. χλευάζομαι railler.
Étymologie: χλεύη.

English (Strong)

from a derivative probably of χεῖλος; to throw out the lip, i.e. jeer at: mock.

English (Thayer)

imperfect ἐχλεύαζον; (χλεύη, jesting, mockery); to deride, mock, jeer: Aristophanes, Demosthenes, Polybius, Diodorus, Plutarch, Lucian, others) (Compare: διαχλευάζω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ χλεύη
εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ, κοροϊδεύω («κατεγέλα τε καὶ ἐχλεύαζε καὶ ἔσειεν αὐτόν», Πλάτ.).