φεστόνι

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. οδοντωτό κέντημα με στρογγυλές ή αιχμηρές απολήξεις στο άκρο, συνήθως, ενός υφάσματος ή ενδύματος
2. αρχιτ. α) γλυπτός διάκοσμος με παράσταση γιρλάντας ή καρπών
β) οδοντωτό ή δαντελωτό ακρογείσιο..
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feston < ιταλ. festone < festa «γιορτή» (βλ. και λ. φιέστα)].