συνοχμάζω

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

   A bind together, δεσμῷ πόδα Luc.Trag.216.

Greek (Liddell-Scott)

συνοχμάζω: ὀχμάζω, συνέχω, συνδέω, διόπερ κραταιῶς συνοχμάσας δεσμῷ πόδα Λουκ. Τραγῳδ. 215.

French (Bailly abrégé)

retenir par un lien, lier.
Étymologie: σύν, ὀχμάζω.

Greek Monolingual

Α
συνδέω, συνάπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀχμάζω «φέρω, κρατώ, συγκρατώ»].