τσουχτερός

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που επιφέρει καυστικό πόνο, τσούξιμο
2. δριμύς, διαπεραστικός («τσουχτερό κρύο»)
3. μτφ. δηκτικός («τσουχτερά λόγια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουξ- του αορ. έ-τσουξ-α του τζούζω (πρβλ. τσούχτρα) + κατάλ. -ερός (πρβλ. καυτ-ερός)].