ΜΑ1. προβάλλω, σηκώνω το κεφάλι πάνω από κάποιον ή από κάτι για να δω2. έρχομαι στην επιφάνεια, αναδύομαιαρχ.1. εξέχω, προεξέχω2. μτφ. υπερτερώ, υπερβαίνω («πᾱσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κύπτω «σκύβω»].