υπερκύπτω

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ΜΑ
1. προβάλλω, σηκώνω το κεφάλι πάνω από κάποιον ή από κάτι για να δω
2. έρχομαι στην επιφάνεια, αναδύομαι
αρχ.
1. εξέχω, προεξέχω
2. μτφ. υπερτερώ, υπερβαίνω («πᾱσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κύπτω «σκύβω»].