υλοποίηση

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. η μετατροπή σε ύλη
2. πραγματοποίηση, εφαρμογή
3. (στον πνευματισμό) η μεταβολή του ψυχικού ρευστού του μεσάζοντα σε εκτόπλασμα, ο σχηματισμός κατά ένα πνευματικό πείραμα ενός φαντάσματος που έχει την εμφάνιση ζωντανού όντος
4. φρ. «υλοποίηση της ενέργειας»
φυσ. η εξαφάνιση μιας ορισμένης ποσότητας ενέργειας και η ταυτόχρονη εμφάνιση ισοδύναμης μάζας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υλοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑλοποίησις, μαρτυρείται από το 1878 στον Ν. Κοτζιά].