φιλομαθής
English (LSJ)
ές,
A fond of learning, eager after knowledge, Pl.Phd.67b, 82d, al.; ἐὰν ᾖς φ., ἔσει πολυμαθής Isoc.1.18: Sup. -έστατος X.Cyr.1.2.1: τὸ φ., = φιλομάθεια, Pl.R.376b, cf. 411d: Adv. -θῶς, ἔχειν Ant.Diog.11. 2 c. gen. rei, eager after, τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων X.An.1.9.5 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1282] ές, das Lernen liebend, gern, eifrig lernend, wißbegierig, gelehrig; Plat. Phaed. 82 d Rep. II, 376 b u. öfter; τὸ φιλομαθές, Wißbegier, IV, 435 e; Isocr. 1, 18; τ ούτων Xen. Cyr. 1, 6,38; adv. φιλομαθῶς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομᾰθής: -ές, γεν. έος, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, ἀγαπῶν νὰ μανθάνῃ, Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 67Β, 82D, κ. ἀλλ.· ἐὰν ᾖς φ., ἔσει πολυμαθὴς Ἰσοκρ. 5D· ὑπερθ. φιλομαθέστατος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2. 2· ― τὸ φιλομαθές, = φιλομάθεια, Πλάτ. Πολ. 376Β, 411D· ἐπίρρ. -θῶς, οἱ φιλοπόνως καὶ φιλομαθῶς ἀκούοντες Ψευσοχρυσ. τ. 5. σ. 750Α, Κυρίλλ. Ἱεροσ. Κατηχ. σ. 36, κλπ. ― πρβλ. φιλόλογος ΙΙ. 2. 2) μετὰ γεν. πράγμ., προθύμως ἐπιδιώκων τὸ νὰ μάθῃ τι, Πλάτ. Πολ. 485D, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime à apprendre, gén. ; abs. qui aime à s’instruire;
Sp. φιλομαθέστατος.
Étymologie: φίλος, μανθάνω.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ-παθής].———————— -ές, ΝΜΑ
αυτός που του αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων
αρχ.
1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλομαθές
η φιλομάθεια.
επίρρ...
φιλομαθῶς Μ
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μαθής (< μάθος, τὸ «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστο-μαθής].