άλλοθι

Revision as of 20:40, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἄλλοθι επίρρ. (Α)
1. (τοπικό) α) σε άλλο τόπο, αλλού, ιδίως σε ξένη χώρα
β) φρ. «ἄλλοθι γαίης», σε άλλη, σε ξένη χώρα
«ἄλλοθι καὶ ἄλλοθι», σε διάφορα σημεία
«ἄλλοθι πάτρης», αλλού και όχι στην πατρίδα, δηλ. μακριά από την πατρίδα
γ) σπάνια και με ρήματα κινήσεως αντί του ἄλλοσε
2. (τροπικό) κατ’ άλλο τρόπο, από άλλες αιτίες
3. πάνω σε άλλο θέμα, σε άλλο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος (πρβλ. και ἀλλο-) + επιρρηματική κατάληξη -θι.
ΠΑΡ. νεοελλ.. άλλοθι.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλλοθιγενής].