ἀκοντί

Revision as of 17:33, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Adv. of ἄκων,

   A unwillingly, Plu.Fab.5, Suid.

German (Pape)

[Seite 77] (für ἀεκοντί), ungern, Plut. Fab. 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοντί: [ῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἄκων, ἀντὶ ἀεκοντί, Πλουτ. Φάβ. 5, κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. (Λοβ. Φρύν. 5).

French (Bailly abrégé)

adv.
malgré soi.
Étymologie: ἄκων².

Spanish (DGE)

adv. de mala gana Plu.Fab.5, Sud.

Greek Monolingual

ἀκοντὶ επίρρ. (Α) ἄκων ΙΙ]
χωρίς τη θέληση κάποιου, ακούσια.

Greek Monolingual

το
ξύλινο εξάρτημα της βάρκας, κοντάρι με αγκυλωτό άκρο, που χρησιμοποιείται για την ομαλή προσέγγιση στην αποβάθρα ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκόντιον, νεοελλ. ακόντιο].

Greek Monotonic

ἀκοντί: [ῑ], επίρρ. του ἄκων, συνηρ. αντί ἀεκοντί, σε Πλούτ.