ἄκουρος

Revision as of 17:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον, (κοῦρος)

   A childless, without male heir, Od.7.64.    II (κουρά) unshaven, Ar.V.476, Lyc.976, Str.10.3.6.

German (Pape)

[Seite 78] 1) ohne Sohn, Hom. einmal, Od. 7, 64. – 2) ungeschoren, ὑπήνη Ar. Vesp. 477; φόβη Lyc. 976.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκουρος: -ον, (κοῦρος ἀντί κόρος) = ἄνευ τέκνου, ἄνευ ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. (κουρά) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans enfants.
Étymologie: ἀ, κοῦρος.

English (Autenrieth)

(κοῦρος): without male heir, Od. 7.64†.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene hijo varón τὸν μὲν ἄ. ἐόντα βάλ' ... Ἀπόλλων Od.7.64. • DMic.: a-ko-wo (??).
-ον
1 no rasurado, no afeitadode la barba ὑπήνη Ar.V.476
no rasurado, intonso del cabello κρατὸς δ' ἄ. νῶτα καλλυνεῖ intonso en su cabellera cubrirá su espalda Lyc.976, διὰ τὸ ἀκούρους φυλάττειν τὰς κεφαλάς como etím. de Ἀκαρνᾶνες Str.10.3.6.
2 no afeitado todavía, imberbe ref. un adolescente ICallatis 135.3 (II a.C.).

Greek Monolingual

(I)
ἄκουρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κοῦρος «αγόρι»].———————— (II)
–ο, (Α ἄκουρος, -ον) κουρά
ακούρευτος, αξύριστος
νεοελλ.
1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε ηλικία
2. (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε ακόμη το μοναχικό σχήμα με την τελετή της κουράς.

Greek Monotonic

ἄκουρος: -ον (κοῦρος Ιων. αντί κόρος),
I. αυτός που δεν έχει αρσενικό διάδοχο ή κληρονόμο, σε Ομήρ. Οδ.
II. (κουρά), αξύριστος, ακούρευτος, σε Αριστοφ.