ἀμφιχάσκω

Revision as of 17:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

impf., v. infr.: aor. ἀμφέχᾰνον:—

   A gape round, gape for, c. acc., ἐμὲ μὲν Κὴρ ἀμφέχανε Il.23.79; μαστὸν ἀμφέχασκ' ἐμόν, of an infant, A.Ch.545; ἀμφιχανὼν λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα, of the Argive army round Thebes, S.Ant.118; ἀγκίστρου . . πλάνον ἀμφιχανοῦσα, of a fish, AP7.702 (Apollonid.): rarely c. dat., Opp.H.3.178.

German (Pape)

[Seite 145] umgähnen, etwas, τί, Aesch. Ch. 538.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιχάσκω: ἴδε κατωτ.: μετ’ ἀορ. ἀμφέχᾰνον (διότι δὲν ἀπαντᾷ ἐνεστ. ἀμφιχαίνω).
Περιχαίνω, χαίνω διά τι, μ. αἰτ., ἐμὲ μὲν κὴρ ἀμφέχανε, «περιέχανε, κατέπιεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 79· μαστὸν ἀμφέχασκ’ ἐμὸν θρεπτήριον, ἐλάμβανον εἰς τὸ χαῖνον στόμα αὐτοῦ τὸν τρέφοντά με μαστόν, ἐπὶ νηπίου (ἐνταῦθαλόγος περὶ ὄφεως), Αἰσχύλ. Χο. 545· ἀμφιχανὼν λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα, ἐπὶ τῆς στρατιᾶς τῶν Ἀργείων περὶ τὰς Θήβας, Σοφ. Αντ. 118: ἐπὶ ἰχθύων, ἀγκίστρου ... πλάνον ἀμφιχανοῦσα [ἡ φυκίς], εἶδος κωβιοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 702: - σπανίως μ. δοτ., Ὀππ. Ἁλ. 3. 178.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀμφέχασκον;
ouvrir la bouche pour avaler, acc. ; fig. dévorer.
Étymologie: ἀμφί, χάσκω.

Spanish (DGE)

abrir las fauces en torno a c. ac. compl. dir. ἐμὲ μὲν κὴρ ἀμφέχανε Il.23.79, (οὕφις) μαστὸν ἀμφέχασκ' ἐμὸν θρεπτήριον (la serpiente) abrió la boca en torno al pecho que me crió A.Ch.545, (φυκίς) εἶδαρ ἀγκίστρου ... ἀμφιχανοῦσα (el labro) mordiendo el cebo del anzuelo, AP 7.702 (Apollonid.), del ejército argivo cercando Tebas ἀμφιχανὼν ... ἑπτάπυλον στόμα S.Ant.118, ὄφρά σε Κῆρες ... ἀμφιχάνωσιν Q.S.1.591, τοὺς ... ἀμφέχανεν θάνατος AP 6.131 (Leon.), οἵην, γαῖ', ἀμφέχανες κεφαλήν ¡qué cabeza, tierra, has engullido!, AP 7.440 (Leon.), c. ac. int. ἰχθὺς ἀμφιχανὼν ὀλίγον στόμα Opp.H.1.223
c. dat., de peces θυσάνοις ἢ καρκίνῳ ἀμφιχανόντες habiéndose tragado los tentáculos (de un pulpo) o un cangrejo Opp.H.3.178.

Greek Monolingual

ἀμφιχάσκω (Α)
χάσκω, ανοίγω το στόμα μου ορθάνοιχτα, για να αρπάξω ή να καταπιώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + χάσκω.

Greek Monotonic

ἀμφιχάσκω: αόρ. βʹ ἀμφ-έχᾰνον (δεν συναντάται ενεστ. ἀμφι-χαίνω), περιχάσκω, χασμουριέμαι, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για παιδί, ἀμφ. μαστόν, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατό που περικυκλώνει πόλη, σε Σοφ.