συστεγάζω

Revision as of 18:54, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A cover entirely, τινι with a thing, Pl.Ti.75c:—Pass., X.Cyr.6.2.17.

German (Pape)

[Seite 1044] mit, zusammen, ganz bedecken, σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλήν Plat. Tim. 75 c; im pass., Xen. Cyr. 6, 2, 17 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συστεγάζω: στεγάζω, περικαλύπτω ἐντελῶς, τινι, μέ τι πρᾶγμα, Πλάτ. Τίμ. 75C. - Παθ., Ξεν. Κύρ. 2. 6, 17.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. συνεστεγασμένος;
couvrir ensemble ou complètement.
Étymologie: σύν, στεγάζω.

Greek Monolingual

ΝΑ στεγάζω
νεοελλ.
1. στεγάζω στο ίδιο οίκημα
2. μέσ. συστεγάζομαι
μένω στο ίδιο σπίτι με άλλον ή με άλλους
αρχ.
περικαλύπτω κάτι εντελώς («σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλὴν οὐ ξυνεστέγασαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συστεγάζω: μέλ. -σω, σκεπάζω, καλύπτω εντελώς κάποιον ή κάτι, τινί, με κάτι, σε Πλάτ. — Παθ., σε Ξεν.