συστεγάζω

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστεγάζω Medium diacritics: συστεγάζω Low diacritics: συστεγάζω Capitals: ΣΥΣΤΕΓΑΖΩ
Transliteration A: systegázō Transliteration B: systegazō Transliteration C: systegazo Beta Code: sustega/zw

English (LSJ)

cover entirely, τινι with a thing, Pl.Ti.75c:—Pass., X.Cyr.6.2.17.

German (Pape)

[Seite 1044] mit, zusammen, ganz bedecken, σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλήν Plat. Tim. 75 c; im pass., Xen. Cyr. 6, 2, 17 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. συνεστεγασμένος;
couvrir ensemble ou complètement.
Étymologie: σύν, στεγάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συστεγάζω [σύν, στεγάζω] geheel bedekken; perf. pass. geheel bedekt zijn.

Russian (Dvoretsky)

συστεγάζω: кругом покрывать (κεφαλὴν σαρξί Plat.): συνεστεγασμένος θώραξι Xen. весь покрытый броней.

Greek Monolingual

ΝΑ στεγάζω
νεοελλ.
1. στεγάζω στο ίδιο οίκημα
2. μέσ. συστεγάζομαι
μένω στο ίδιο σπίτι με άλλον ή με άλλους
αρχ.
περικαλύπτω κάτι εντελώς («σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλὴν οὐ ξυνεστέγασαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συστεγάζω: μέλ. -σω, σκεπάζω, καλύπτω εντελώς κάποιον ή κάτι, τινί, με κάτι, σε Πλάτ. — Παθ., σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συστεγάζω: στεγάζω, περικαλύπτω ἐντελῶς, τινι, μέ τι πρᾶγμα, Πλάτ. Τίμ. 75C. - Παθ., Ξεν. Κύρ. 2. 6, 17.

Middle Liddell

fut. σω
to cover entirely, τινί with a thing, Plat.:—Pass., Xen.