ἔδεθλον

Revision as of 19:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

τό,

   A = ἔδαφος, Antim.28, Call.Ap.73, Lyc.987, A.R.4.331; τὰ χρυσόπαστα δ' ἔδεθλα should be read (with Auratus) in A.Ag.776 for ἐσθλά.    II precinct, shrine, SIG364.21 (Ephesus, iii B. C.); τόδε νάσω ἔ. Epigr.Gr.978.9 (Philae).

German (Pape)

[Seite 715] τό, Grund, Grundlage, bes. Tempel; Δήμητρος Antimach. 17; Paus. 8, 25, 4; Ap. Rh. 4, 330.

Greek (Liddell-Scott)

ἔδεθλον: τό, = ἔδαφος, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 87, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 331· τόδε νάσω ἔδ. Συλλογ. Ἐπιγρ. 4923. 9· τὰ χρυσόπαστα δ’ ἔδεθλα, πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ κατὰ τὸν Αὐρᾶτον (Auratus) ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 776 ἀντὶ ἐσθλά.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fondement d’un temple ; temple.
Étymologie: ἕδος.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 morada, sede χρυσόπαστα ... ἔδεθλα A.A.776, cf. Antim.33, Call.Ap.72, Lyc.987, Nonn.Par.Eu.Io.2.23, Eudoc.Cypr.2.23, ἱερὸν ἔ. recinto sagrado A.R.4.331
templo, santuario de Ártemis en Éfeso IEphesos 4.21 (III a.C.), de Isis en File IPh.142.9 (I a.C.).
2 tierra, lugar ἀφνειὸν ἔδεθλον D.P.356.

• Etimología: De *sed- c. suf. -εθλον y disim. de aspiración.

Greek Monolingual

ἔδεθλον, το (Α)
1. θεμέλιο, βάση
2. οίκημα, ιερό οίκημα, ναός
3. περιοχή, έκταση γης.

Greek Monotonic

ἔδεθλον: τό (ἕδος), κάθισμα, θέση, κατοικία, διαμονή, σε Αισχύλ.