διέρπω

Revision as of 19:59, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A creep or pass through, πῦρ δ., of the ordeal of fire, S.Ant. 265; διά τινος Plu.2.517a: metaph., τὸ διέρπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.p.254D.: abs., of disease, spread, Ph.2.349.

German (Pape)

[Seite 621] dasselbe; πῦρ, durch, das Feuer gehen, Soph. Ant. 265; διά τινος, Plut. de cur. 3.

Greek (Liddell-Scott)

διέρπω: ἕρπωδιέρχομαι διὰ μέσου, πῦρ δ., ἐπὶ τῆς διὰ πυρὸς δοκιμασίας ἢ ἐξετάσεως, Σοφ. Ἀντ. 265· διά τινος Πλούτ. 2. 516F.

French (Bailly abrégé)

f. διέρψω;
ramper ou se traîner à travers : τι, διά τινος à travers qch.
Étymologie: διά, ἕρπω.

Spanish (DGE)

I tr. recorrer, pasar, andar por ἦμεν ἔτοιμοι ... πῦρ διέρπειν estábamos dispuestos a andar por el fuego S.Ant.265, δώδεκ' ἆθλα διέρπων de Heracles, Orph.H.12.12, σύριγξ αὐτὸ ... διέρπει μέσον un canalillo lo recorre por en medio (al colmillo del elefante), Philostr.VA 2.13
arrastrarse por καλάμης χύσιν ... διέρπει (una serpiente), Nic.Th.297.
II intr.
1 pasar, deslizarse χρόνος δίερπων E.Fr.441
fig. del πολυπράγμων entremeterse Plu.2.516f.
2 extenderse, avanzar de una enfermedad cutánea, Ph.2.349
fig. τὸ δίερπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.62.1
c. ac. de direcc. ὁ νόμος ... εἰς πάντα διέρπει χρόνον Cyr.Al.M.68.784D, cf. 628D, ἐπὶ τὰ νοητά Cyr.Al.M.68.1037A.

Greek Monolingual

διέρπω και διερπύζω (AM) έρπω
περνώ ανάμεσα σαν να σέρνομαι.

Greek Monotonic

διέρπω: μέλ. -ερπύσω [ῠ], έρπομαι ή σέρνομαι, πῦρ δ., για τη δια πυρός δοκιμασία, εξέταση, σε Σοφ.