παγχάλκεος

Revision as of 20:21, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A all-brazen, ἄορ, ῥόπαλον, Od.8.403, 11.575; of a man, οὐδ' εἰ π. εὔχεται εἶναι Il.20.102.

German (Pape)

[Seite 436] ganz ehern; Od. 8, 403; ῥόπαλον, 11, 575; übertr. von Menschen, Il. 20, 102; δέμας, Ap. Rh. 4, 1655.

Greek (Liddell-Scott)

παγχάλκεος: -ον, ὅλος χαλκοῦς, ὁλόχαλκος, ἄορ, ῥόπαλον Ὀδ. Θ. 403., Λ. 574· ἐπὶ ἀνθρώπου, οὐδ’ εἰ παγχάλκεος εὔχεται εἶναι Ἰλ. Υ. 102.

French (Bailly abrégé)

εος, εον;
tout en airain.
Étymologie: πᾶς, χαλκός.

English (Autenrieth)

and πάγχαλκος: all of bronze; fig., of a man, Il. 20.102.

Greek Monolingual

παγχάλκεος, -ον (Α) πάγχαλκος
ολόκληρος από χαλκό, ολόχαλκος.

Greek Monotonic

παγχάλκεος: -ον, ολοχάλκινος, ολόχαλκος, σε Όμηρ.