ἰυγή

Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,= ἰυγμός,

   A howling, shrieking, as of men in pain, Orac. ap. Hdt.9.43, S.Ph.752;= γυναικῶν οἰμωγαί AB267; but also of the shout of heralds, Tim.Pers.233; the hissing of snakes, Nic.Th.400, Opp.H. 1.565. [ῑῡ- Orac. ap. Hdt. l.c., Nic.; ῐῡ- in S.l.c.]

German (Pape)

[Seite 1275] ἡ, das Geschrei; καὶ στόνος, vom Klagegeschrei des Philoktet, Soph. Phil. 741; Jauchzen, βαρβαρόφωνος Orak. bei Her. 9, 43. Vom Zischen des Basilisken, Nic. Ther. 400, u. der Schlange, Opp. Hal. 1, 565. Bei B. A. 267, 12 werden ἰυγαί als γυναικῶν οἰμωγαὶ καὶ θρῆνοι erkl. – [Ι ist bei den sp. Ep. lang.]

Greek (Liddell-Scott)

ἰυγή: ἡ, φωνή, κραυγή, βοή, ὠρυγή, οἷον ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὀδύνῃ, Χρησμ. παρ᾽ Ἡροδ. 9. 43, Σοφ. 752· ὁ συριγμὸς ὄφεων, Νικ. Θηρ. 400, Ὀππ. Ἀλ. 1. 565, Ἡσύχ., πρβλ. ἰυγμός. ῑῡ- παρὰ Σοφ. ἐνθ᾽ ἀνωτ..

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
cri de douleur, lamentation.
Étymologie: ἰύζω.

Greek Monolingual

ἰυγή, ἡ (Α) ιύζω
1. φωνή οδύνης, κραυγή, οιμωγή
2. βοή, θόρυβος.

Greek Monotonic

ἰυγή: [ῡ], ἡ (ἰύζω), ιαχή, κραυγή, βοή, λέγεται για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε πόνο, οδύνη, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ.